- θρέμμα
- το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω]1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί2. (και στον πληθ.) τα θρέμματατα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματανεοελλ.-μσν.φρ. «γέννημα και θρέμμα» — αυτόχθονος κάτοικοςμσν.γέννημα, δημιούργημααρχ.1. ο δούλος που γεννήθηκε στο σπίτι τού κυρίου του2. (για λιοντάρι) πλάσμα, δημιούργημα3. (για πράγμα) προϊόν4. φρ. α) «θρέμματα Νηρεΐδων» — τα δελφίνιαβ) «Ἐχίδνης θρέμμα» — ο Κέρβεροςγ) «θρέμμα Σελινοῡντος» — είδος ψαριούδ) «κακά θρέμματα» — σμήνος κουνουπιώνε) «Καρύστου θρέμμα» — ποτήρι κατασκευασμένο στην Κάρυστο.
Dictionary of Greek. 2013.